ἐπητής

ἐπητής
ἐπητής , wohlwollend, verständig; von den Amazonen, οὐ μάλ' ἐπητέες

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επητής — ἐπητής, ο (Α) 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευπροσήγορος, καλοθελητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε ητής] …   Dictionary of Greek

  • ἐπητής — courteous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηταί — ἐπητής courteous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπητῇ — ἐπητής courteous masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπητήν — ἐπητής courteous masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επητύς — ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) [επητής] φιλοφροσύνη, ευμένεια …   Dictionary of Greek

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”